- σόουμαν
- ο, θηλ. σόουγουμαν, Νάκλ. (ξεν. λ.) άτομο που προσφέρει δημόσιο θέαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. showman / showwoman].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ксантулис, Яннис — Яннис Ксантулис греч. Γιάννης Ξανθούλης Дата рождения: 1947 год(1947) Место рождения … Википедия
Ξανθούλης, Γιάννης — (Αλεξανδρούπολη 1947 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε σχέδιο και δημοσιογραφία. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος συνεργαζόμενος με διάφορες εφημερίδες, περιοδικά και το ραδιόφωνο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων … Dictionary of Greek